- ἀτελώνητος
- ἀτελώνητος, ον,A untaxed, Zen.1.74, Hierocl.Facet.246, Just.Nov. 106 Pr.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀτελώνητον — ἀτελώνητος untaxed masc/fem acc sg ἀτελώνητος untaxed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελωνήτους — ἀτελώνητος untaxed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελώνητα — ἀτελώνητος untaxed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατελώνιστος — η, ο (AM ἀτελώνητος, ον) αυτός που δεν έχει υποβληθεί σε τελωνειακό δασμό, αφορολόγητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατελώνητος < αρχ. τελωνώ ( έω) («εισπράττω τους δημόσιους φόρους») < τελώνης ο τ. ατελώνιστος < νεοελλ. τελωνίζω] … Dictionary of Greek